ξαρραβωνιάζω

ξαρραβωνιάζω
ξαρραβώνιασα, ξαρραβωνιασμένος, διαλύω τους αρραβώνες: Ακόμα δεν αρραβωνιάστηκαν και ξαρραβωνιάστηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξαρραβωνιάζω — διαλύω τον αρραβώνα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αρραβωνιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”